-
1 ὀπωπή
ὀπωπή, das Sehen, das Gesicht; ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, Od. 3, 97. 4, 327, wie du es sahest; auch ὅς μοι ἔφη χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσϑαι ὀπωπῆς, 9, 512, ich würde mein Gesicht verlieren; sp. D., Ap. Rh. 2, 109, bes. im plur., Opp. Cyn. 3, 75 u. Anth.
-
2 ὀπωπή
-
3 ὀπωπή
ὀπωπή, das Sehen, das Gesicht; ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, wie du es sahest; auch ὅς μοι ἔφη χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσϑαι ὀπωπῆς, ich würde mein Gesicht verlieren -
4 ανταω
ион. ἀντέω ( случайно) встречаться, сходиться, сталкиватьсяἀ. τινος Hom. — вступать в бой с кем-л.;ἀνέμοις ἀντήσαντες Aesch. — застигнутые ветрами;ἃ δὲ σπέρμα (acc.) ἄντασε Ἐρεχθειδᾶν Soph. — род ее восходил к Эрехтидам;τῶν ὑπὸ (v. l. ἀπὸ) Κύρου ἤντησε Her. — обращение, которому он подвергся со стороны Кира;ἀ. δαίτης τινός Hom. — оказываться у кого-л. на пиру;ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς ; Hom. — как довелось тебе увидеть (Одиссея)?;ξεινίων ἀ. μεγάλων Her. — встретить весьма радушный прием;ἀντῆσαι κακῶν Soph. — стать жертвой несчастий -
5 ἀντάω
I c. dat. pers., come opposite to, meet face to face, meet with, ἥ οἱ ἔπειτ' ἤντησ' ib.6.399;ἤντεον ἀλλήλοισιν 7.423
; so also in Trag.,ἀνέμοις ἀ. A.Supp.36
; , etc.II = ἀντιάω, c. gen.,1 c. gen. pers., meet in battle,εἴ κεν πάντων ἀντήσομεν Od.16.254
, cf. Il.16.423: also without any hostile sense, σπέρμα μὲν ἄντασ' Ἐρεχθειδᾶν by lineage she reached, went up to the Erechtheidae, S.Ant. 982.2 c. gen. rei, meet with, take part in, partake in or of, μάχης, δαίτης, Il.7.158, Od.3.44; κατάλεξον ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς how thou hast gained sight of him, ib.17.44, cf. 3.97; soἀ. ξεινίων Hdt.2.119
;ἁλώσιος Pi. O.10(11).42
; ἀ. τινὸς ὑπό τινος meet with such and such treatment from another, Hdt.1.114;σφῷν.. θεοῖς ἀρῶμαι μή ποτ' ἀντῆσαι κακῶν S.OC 1445
.III c. acc., (s.v.l.).— The simple Verb never in Com. or [dialect] Att. Prose; but cf. ἀπαντάω. -
6 ἀντάω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀντάω
См. также в других словарях:
οπωπή — ὀπωπή, ἡ (Α) 1. θέα, βλέμμα («ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς» όπως είδες, Ομ. Οδ.) 2. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση 3. η αίσθηση τής όρασης 4. ο βολβός τού οφθαλμού 5. οφθαλμός, μάτι («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῑς», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον… … Dictionary of Greek